- λυπτά
- λυπτά (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἑταίρα, πόρνη».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. lubdha- «άπληστος, ακόρεστος» και λατ. lubet «μου αρέσει, επιθυμώ». Κατ' άλλη άποψη, περισσότερο πιθανή, η αρχική μορφή τού τ. ήταν λύππα, μεταφορά στην ελλ. του λατ. lupa «λύκαινα»].
Dictionary of Greek. 2013.